Μπορεί σήμερα οι καλλιεργητές κρανιάς στη χώρα μας να μην ξεπερνούν τους 80, ωστόσο η ενασχόληση με το φυλλοβόλο αυτό δέντρο αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για όσους θέλουν να κάνουν «στροφή» σε μια δυναμικά αναπτυσσόμενη καλλιέργεια, που απαιτεί ελάχιστη φροντίδα κι αφήνει κέρδη στην «τσέπη» του παραγωγού.
Τα παραπάνω τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο τακτικός ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ, Ιωάννης Σπανός, γνωστοποιώντας ότι στο προσεχές διάστημα η καλλιέργεια κρανιάς θα συμπεριληφθεί επίσημα πλέον στην ιστοσελίδα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Όπως εξηγεί ο κ. Σπανός, το κόστος ανά στρέμμα είναι χαμηλό και μόνο στο πρώτο έτος ο παραγωγός επιβαρύνεται με την αγορά των φυταρίων (και κάποια περίφραξη για να προστατεύονται τα φυτά από τα ζώα). Τα δενδρύλλια (εάν είναι ηλικίας τριών ετών), ύστερα από τέσσερα έως έξι έτη θα αρχίσουν να καρποφορούν και η παραγωγή αυξάνει σταδιακά ανά έτος, αποδίδοντας τα μέγιστα μετά το 10ο χρόνο. Το δε κόστος αγοράς των φυταρίων, σύμφωνα με τον κ. Σπανό, εξαρτάται από την ηλικία (3-5 ευρώ σε σημερινές τιμές).
Ο κ. Σπανός επισημαίνει ότι, σήμερα, σε διεθνές επίπεδο οι καλλιεργούμενες εκτάσεις κρανιάς δεν είναι μεγάλες (σ.σ. στην Ελλάδα περιορίζονται στα 200 στρέμματα), αν και η ζήτηση σε καρπούς και μεταποιημένα προϊόντα αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο.
Η απόδοση σε καρπούς -κατά μέσο όρο- κυμαίνεται από 10 έως 60 κιλά/φυτό (ανάλογα με την ηλικία), ήτοι 500 έως 3000 κιλά/στρέμμα, ενώ αναφορικά με τις τιμές πώλησης, στη διεθνή αγορά (Ευρώπη, Αμερική, Ρωσία) κυμαίνονται από 4-6 ευρώ/κιλό οι νωποί, 5-7 ευρώ/κιλό οι κατεψυγμένοι, και 15-25 ευρώ/κιλό οι αποξηραμένοι. Οι δε χυμοί από 7-8 ευρώ/λίτρο, και το λικέρ από 40-80 ευρώ/λίτρο.
Ερευνητικά πειράματα
Την τελευταία πενταετία, σύμφωνα με τον κ. Σπανό, άρχισαν ερευνητικά πειράματα προσαρμογής μιας ντόπιας ποικιλίας (Δασοχωρίου-Δεσκάτης) και δύο ξενικών ποικιλιών της κρανιάς (Βουλγαρίας και Τσεχίας) στην Ελλάδα. Τα πειράματα υλοποιούνται σε συνεργασία του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών και ιδιωτών (καλλιεργητών) σε τρεις περιοχές της Ελλάδας (περιοχή Λαχανά-Ν. Θεσσαλονίκης, Παραπόταμος-Ν. Σερρών και Δεσκάτη-Ν. Γρεβενών. Στο διάστημα από το 2008 έως και φέτος, έχει δοκιμαστεί ο πολλαπλασιασμός της κρανιάς από μοσχεύματα και σπόρους (που προήλθαν από τις παραπάνω τρεις ποικιλίες).
Τα μέχρι σήμερα πειράματα απέδειξαν ότι τα φυτάρια που προέρχονται από σπόρους ντόπιας προέλευσης είναι πιο εύρωστα σε σχέση με τις ξενικές ποικιλίες. Όμως, οι δύο ξενικές ποικιλίες: η Βαλκανική (Νότια Βουλγαρία) και η Μεσευρωπαϊκή (Τσεχία) θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν στη χώρα μας μόνο σε ορεινές και υγρές περιοχές, με μεγάλο υψόμετρο (>600μ.) και ετήσιο ύψος βροχής (>650 χιλιοστά).
Πάντως, σύμφωνα με τον κ. Σπανό, η ελληνική ποικιλία υπερέχει των δύο ξένων (σε φυτρωτικότητα και ζωτικότητα) και στις δύο μεθόδους πολλαπλασιασμού (σπόροι και μοσχεύματα), ενώ “η έρευνα συνεχίζεται”.
Ευοίωνες οι προοπτικές
Η καλλιέργεια της κρανιάς ενδείκνυται για τις ημιορεινές και ορεινές περιοχές στη χώρα μας, όπου οι κλιματικές και εδαφικές συνθήκες είναι ευνοϊκές και το κόστος της φυτείας και καλλιέργειας χαμηλό. Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Σπανό, η κρανιά αναμένεται να αποτελέσει μια νέα εναλλακτική καλλιέργεια για τους αγρότες και να αυξήσει το εισόδημά τους, “ιδιαίτερα σήμερα που η χώρα μας μαστίζεται από τη διεθνή και ευρωπαϊκή κρίση, και οι επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων σταδιακά ελαττώνονται.”
Ο ίδιος μάλιστα προτρέπει στους παραγωγούς, από τις πολλές ποικιλίες κρανιάς που υπάρχουν να προτιμούν τις ντόπιες, οι οποίες, όπως εξηγεί, είναι προσαρμοσμένες στις ελληνικές συνθήκες. Στην ελληνική και ευρωπαϊκή αγορά υπάρχουν πολλά φυτώρια ή καλλιεργητές κρανιάς που πωλούν μη πιστοποιημένα φυτάρια, χωρίς να γνωρίζουν τη γενετική προέλευση (σ.σ. πρέπει να ζητάμε πιστοποίηση της ποικιλίας και χώρας προέλευσης). Εάν δε, ο παραγωγός (καλλιεργητής) πετύχει καλή τιμή στην πώληση ή μεταποίηση των καρπών της κρανιάς θα έχει ικανοποιητικό εισόδημα.
Η ιστορία της κρανιάς
Η κρανιά είναι πασίγνωστη από την αρχαιότητα, από την εποχή του Ομήρου με το όνομα “Κράνεια”. Μάλιστα, σύμφωνα με το Θεόφραστο, το ξύλο της κρανιάς ήταν σκληρό και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν μπαστούνια, κυνηγητικές λόγχες, πολεμικά ακόντια, και τόξα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαξαν τον Δούρειο Ίππο με ξυλεία κρανιάς από το ιερό δάσος του Απόλλωνα. H κρανιά αποτελεί ένα πολύτιμο και ενδιαφέρον είδος, καθώς από την αρχαιότητα ήταν γνωστές οι φαρμακευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού, ενώ επειδή δεν έχει πολλούς εχθρούς και ασθένειες, μπορεί να καλλιεργηθεί ως βιολογική καλλιέργεια.
Η κρανιά ανθίζει νωρίς τον χειμώνα (Ιανουάριο-Φεβρουάριο) και η άνθηση διαρκεί περίπου 45-50 ημέρες, ενώ το ξύλο της είναι πολύ σκληρό και έχει μεγάλη αντοχή στη θραύση. Από τα αρχαία χρόνια, λόγω αυτών των ιδιοτήτων του, χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία βελών και δοράτων. Οι καρποί της είναι στυφοί στην αρχή και με την πλήρη ωρίμανση γίνονται εδώδιμοι. Έχουν πολλά αντιοξειδωτικά (φλαβονοειδή και ανθοκυάνες) με αποτέλεσμα να αποτελούν ένα πολύ σημαντικό φαρμακευτικό φυτό. Επίσης, η περιεκτικότητά του σε βιταμίνη C και βιταμίνη Α είναι υψηλή. Περιέχουν ακόμη τανίνες, πηκτίνες και πολλά μεταλλικά στοιχεία όπως είναι ο σίδηρος.
Τα κύρια χημικά συστατικά των κράνων είναι οι ανθοκυάνες που αποτελούν φυτικές υδατοδιαλυτές χρωστικές που ανήκουν στα φλαβονοειδή. Δίνουν στους καρπούς και στα άνθη έντονα χρώματα (πορτοκαλί, κόκκινο, μοβ, μπλε, κ.λπ.). Οι καρποί που περιέχουν ανθοκυάνες θεωρούνται προστατευτικοί τόσο για την καρδιά όσο και ενάντια στον διαβήτη. Από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις ημέρες μας τα κράνα χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της διάρροιας και των εντερικών παθήσεων λόγω των τανινών που περιέχουν. Επίσης, ο φλοιός, οι βλαστοί και οι ρίζες χρησιμοποιούνται ως αντιπυρετικά. Σε χώρες της Ασίας, τα κράνα χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του διαβήτη.
Στο μεταξύ, πολύτιμο είναι και το ξύλο της κρανιάς, το οποίο και χρησιμοποιείται στην κατασκευή διαφόρων μικροκατασκευών και εργαλείων (μπαστούνια, γκλίτσες, βέργες, πίπες κ.λπ.). Από τον φλοιό προέρχεται κόκκινη βαφή, με την οποία παλαιότερα βάφονταν δέρματα, ενώ με τους καρπούς έβαφαν αβγά. Επίσης παράγεται ένα παραδοσιακό λικέρ.
Πηγή: Ημερησία
Πηγή: Ημερησία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου