Στον κεντρικό δρόμο της Οίας στη Σαντορίνη, καθ' οδόν προς το κάστρο με το φημισμένο ηλιοβασίλεμα, ανάμεσα σε ακριβά κοσμηματοπωλεία, μεταξωτά φουλάρια και καταστήματα επώνυμων ρούχων, ξεμυτίζει ένα βιβλιοπωλείο. Στον λευκό τοίχο του υπόσκαφου κυκλαδίτικου σπιτιού μπλε γράμματα γράφουν «Βιβλιοπωλείο Ατλαντίδα / Atlantis Books». Βιβλία στα περβάζια και σε ανοιχτές παλιές βαλίτσες. Σάλιντζερ και Καπότε, Βιρτζίνια Γουλφ και Χ. Τζ. Γουέλς, Πλάτωνας και Ρίλκε και Μπαλζάκ, Φουκό και Ζέιντι Σμιθ, ελληνική μυθολογία και ελληνική μαγειρική κρέμονται στους τοίχους, στοιχίζονται στο πεζούλι. Ενας στίχος του Γουίλιαμ Μπλέικ ξεδιπλώνεται στα ασβεστωμένα σκαλοπάτια που οδηγούν στο εσωτερικό. Χειροποίητα ράφια που μοιάζουν ετοιμόρροπα, φράσεις του Χεμινγκγουέι γραμμένες στο ταβάνι, σημειώσεις από διαβάσματα καρφωμένες στις ξύλινες επιφάνειες, βιβλία καινούργια και μεταχειρισμένα, σπάνιες εκδόσεις και προσφορές, σε όλες τις γλώσσες, από ελληνικά ως κινεζικά. Βρίσκουμε το βιβλιοπωλείο στις διεθνείς λίστες με τα ομορφότερα βιβλιοπωλεία στον κόσμο. Το 2011 κινδύνεψε να κλείσει.
Το 2014 γιόρτασε τα δέκα χρόνια λειτουργίας του. Το ομορφότερο ελλαδικό βιβλιοπωλείο δεν είναι ελληνικό, οι ιδιοκτήτες του είναι Αμερικανοί. Από το Μέμφις του Τέξας, με ενδιάμεσους σταθμούς το Χάρβαρντ, για σπουδές φιλοσοφίας, και την Αφρική, για υποστήριξη στους πρόσφυγες στο Σουδάν, οΚρεγκ Γουόλτσερ, ένας από τους ιδιοκτήτες της «Ατλαντίδος», άνοιξε εφέτος ένα βιβλιοπωλείο στη Μαδρίτη, αλλά δεν σκοπεύει να φύγει από τη Σαντορίνη. Τον συναντήσαμε στο βιβλιοπωλείο, ανάμεσα σε βιβλία, γάτες, πελάτες και τουρίστες με φωτογραφικές μηχανές, και μας μίλησε για το ταξίδι προς την «Ατλαντίδα», το βιβλίο στην εποχή μας και τα καλά και κακά των Ελλήνων.
«Είσαι σίγουρη πως θέλεις να σου πω όλη την ιστορία;» με ρωτάει ο Κρεγκ Γουόλτσερ γελώντας λίγο νοσταλγικά, λίγο κουρασμένα. Κοντά μαλλιά, μούσι, κοκάλινα γυαλιά. Τριάντα τριών, αλλά μοιάζει νεότερος, φοιτητής. Η ιστορία του «Ατλαντίς» είναι μακρά και γεμάτη αναγνώσματα και αλκοόλ, νεανικές φιλίες, ταξίδια και παρορμήσεις. Ετος 2002, από την Αμερική στην Αγγλία και από εκεί με αυτοκίνητο στην Αθήνα, μετά στον Πειραιά και με το πρώτο πλοίο στη Σαντορίνη. Οι διακοπές τράβηξαν και η παρέα ξέμεινε από βιβλία. Βιβλιοπωλείο δεν υπήρχε στο νησί. Το Books & Style και ο Παπασωτηρίου στα Φηρά άνοιξαν αργότερα. Κι εκεί πιωμένοι, σε μια παρόρμηση της στιγμής, αποφασίζουν να ανοίξουν εκείνοι ένα βιβλιοπωλείο στο νησί. Εξι άτομα, μεταξύ των οποίων και μια Κύπρια. Ιστορία γράφουν οι παρέες, είναι κοινότοπο, γι' αυτό και αληθινό. Με πολλή προσωπική δουλειά, βήμα-βήμα, το βιβλιοπωλείο άνοιξε το 2004. «Πώς θα το πούμε; "Ατλαντίς;"» κορόιδεψε ο Ολιβερ Γουάιζ, ο έτερος εναπομείνας ιδιοκτήτης. «Είναι το χειρότερο όνομα που μπορώ να φανταστώ» του απάντησε ο Κρεγκ. «Δεν βρήκαμε ποτέ καλύτερο» λέει σήμερα. Το 2005 φιλοξένησαν τον καναδό δημοσιογράφο και συγγραφέαΤζέρεμι Μέρσερ. Εντυπωσιασμένος από το νησί και την «Ατλαντίδα», ο Μέρσερ, που είχε εκδώσει ένα βιβλίο με την ιστορία του θρυλικού βιβλιοπωλείου Shakespeare and Company στο Παρίσι, κατέταξε σε ρεπορτάζ του βρετανικού Guardian την «Ατλαντίδα» στην πρώτη θέση των αγαπημένων του βιβλιοπωλείων. Aπό τότε το βιβλιοπωλείο απέκτησε παγκόσμια φήμη και εντάχθηκε στους τουριστικούς οδηγούς. «Ηταν τύχη» λέει ο Κρεγκ. Ηταν όραμα, τόλμη, αισιοδοξία, πίστη, υπομονή και καλοί φίλοι.
Ελκυστικό χάος στα ράφια
Το βιβλιοπωλείο δίνει την εικόνα ενός δημιουργικού ελκυστικού χάους, θυμίζοντας πολύ το Shakespeare and Company. Δεν μοιάζουν και τόσο, λέει ο Κρεγκ. «Θα βρεις και στα δύο ράφια στραβά και λίγο σκονισμένα, αλλά πέρα από αυτό είναι τα βιβλία που δίνουν αυτή την εντύπωση. Τα βιβλία αλλάζουν τον τόπο και τον χρόνο. Αν γεμίσεις με αυτά έναν χώρο, τον κάνουν ζωντανό, όμορφο, ζεστό. Αυτό κάναμε εδώ, επιτρέψαμε στην αρχιτεκτονική του χώρου να αφήσει τα βιβλία να κάνουν τη δουλειά τους».
Πολλοί είναι οι τουρίστες που μπαίνουν στο βιβλιοπωλείο για να το απαθανατίσουν. Κάποιοι ενήμεροι για τη φήμη του, άλλοι εντυπωσιασμένοι από την ιδιαίτερη γοητεία του. Εφέτος ένα τσίγκινο κουβαδάκι στην είσοδο δέχεται δωρεές από τους επισκέπτες που επιθυμούν να φωτογραφίσουν τον χώρο. «Το βάλαμε ευχόμενοι να αποτρέψουμε ορισμένους, προκειμένου να μην ενοχλούν εκείνους που θέλουν να αγοράσουν βιβλία». Το κουβαδάκι δεν αποτρέπει κανέναν. Κάποιοι ρίχνουν μέσα ορισμένα κέρματα, «αρκετά για να αγοράσουμε φαγητό για τις γάτες» (τη Μάξι και τη Σιλβί), λέει ο Κρεγκ.
Το βιβλιοπωλείο διαθέτει πρωτίστως καλή λογοτεχνία, «ενδιαφέρουσες ιστορίες». Οχι τα ευπώλητα βιβλία της σεζόν, αλλά κείμενα κλασικά. Πολλοί τουρίστες αγοράζουν βιβλία που σχετίζονται με τον τόπο, τόμους ελληνικής ιστορίας, μυθολογίας ή συνταγές ελληνικής μαγειρικής - ή έλληνες συγγραφείς που τους είναι οικείοι: Καζαντζάκη, Καβάφη, Μάρκαρη. Το βιβλιοπωλείο προσφέρει μια επιλογή από όλα, φιλοσοφία, Ιστορία, θεωρία των επιστημών, κοινωνιολογία, σεξολογία, σε πολλές γλώσσες. Τα βιβλία επιλέγει ο Κρεγκ, βάσει του προσωπικού του γούστου. Αγαπά πολύ τα κείμενα των Στάινερ, Μπουλγκάκοφ, Τζόις, Βιρτζίνια Γουλφ, Τζ. Μ. Κουτσί, Αλεσάντρο Μπαρίκο, Τζούμπα Λαχίρι... Δεν διαβάζει ακόμη καλά ελληνικά, οπότε στα ελληνικά ακολουθεί συστάσεις φίλων. Αγαπημένος τους φαίνεται ότι είναι ο Πάνος Καρνέζης, στο «Ατλαντίς» υπάρχει η πλήρης εργογραφία του.
Το ελληνικό τμήμα δεν είναι πολύ δυνατό είναι η αλήθεια. «Προσπαθούμε» λέει ο Κρεγκ. Εχει ξεκινήσει μια στενότερη συνεργασία με έλληνες εκδότες, τον Καστανιώτη, τις Εκδόσεις Καζαντζάκη, την Αιώρα και μικρότερους εκδοτικούς οίκους.
Το 2011 η επιβίωση της «Ατλαντίδος» φαινόταν πολύ δύσκολη. Εγινε εκστρατεία για να συγκεντρωθούν χρήματα από φίλους και χορηγούς. «Η κρίση στην Ελλάδα ήταν στο αποκορύφωμά της. Τα έξοδα για το νοίκι, τις εργασίες συντήρησης, τον εκτελωνισμό των βιβλίων ήταν δυσβάστακτα». Συγκεντρώθηκαν χρήματα και τώρα το βιβλιοπωλείο «πάει καλά», μου λέει ο Κρεγκ σε σπαστά ελληνικά.
Από τη Σαντορίνη στη Μαδρίτη
Πριν από μερικές εβδομάδες ο Κρεγκ με δύο φίλους του άνοιξαν ένα νέο βιβλιοπωλείο στη Μαδρίτη, με το όνομα «Desperate Literature», εμπνευσμένο από τους Αγριους ντετέκτιβτου Ρομπέρτο Μπολάνιο. «Δεν θέλω να στήσω κάποια βιβλιοπωλική αυτοκρατορία» λέει.«Παρουσιάστηκε μια καλή ευκαιρία και την άρπαξα, έχοντας πλέον την εμπειρία της "Aτλαντίδος"». Το βιβλιοπωλείο της Μαδρίτης είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό της Οίας στην όψη και στη φιλοσοφία, με πληροφορεί, με έμφαση σε φτηνά αλλά καλοδιατηρημένα μεταχειρισμένα βιβλία για το αγγλόφωνο κοινό, κυρίως λογοτεχνία .
Παρότι γίνεται τόση φασαρία για την κρίση στον χώρο του παραδοσιακού βιβλιοπωλείου, ο Κρεγκ δεν ανησυχεί για το ηλεκτρονικό εμπόριο και τον ανταγωνισμό του ψηφιακού βιβλίου. «Τα καλά βιβλιοπωλεία, που δεν φοβούνται την αλλαγή και την ανανέωση, αντέχουν» υποστηρίζει. «Επιπλέον, πρόσεξα ότι την τελευταία δεκαετία, με την αύξηση των ψηφιακών τίτλων, τα έντυπα βιβλία έχουν γίνει ομορφότερα. Πολλοί εκδότες τυπώνουν ποιοτικότερα βιβλία, αντικείμενα που δεν μπορούν να αναπαραχθούν εύκολα ψηφιακά και χαίρεσαι να τα κρατάς στα χέρια σου, βιβλία που αναβαθμίζουν την εμπειρία της ανάγνωσης. Το έντυπο βιβλίο εξελίσσεται, δεν πρόκειται να πεθάνει. Δεν αντέχω όσους γκρινιάζουν για την ψηφιακή επανάσταση και τον θάνατο του παραδοσιακού βιβλίου. Η ψηφιακή επανάσταση αύξησε τους αναγνώστες και έκανε χιλιάδες τίτλους προσιτούς σε ανθρώπους στον αναπτυσσόμενο κόσμο που δεν είχαν πρόσβαση στο βιβλίο. Ας δούμε τα θετικά της κάθε πλευράς».
Φεστιβάλ και φιλοξενία
Το «Ατλαντίς» γιόρτασε εφέτος τα δέκατα γενέθλιά του με το τρίτο στη σειρά καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό φεστιβάλ της ιστορίας του, με προσκεκλημένους τον ιρλανδό πεζογράφο Πολ Μάρεϊ, τον αμερικανό ποιητή Πολ Βαντζελίστι, τη Σώτη Τριανταφύλλου, τις «Παραμυθοκόρες» που αφηγήθηκαν ιστορίες στα παιδιά και τη σεφΑλεξάνδρα Στράτου που μαγείρεψε στην ταράτσα ελληνικά φαγητά για τους επισκέπτες και τους θεατές. Τα φεστιβάλ θα συνεχιστούν, όπως και οι εκδόσεις βιβλίων-καρτών με τον λογότυπο Paravion Press, σύντομα εξαιρετικά κείμενα κλασικών συγγραφέων, του Τσέχοφ, της Μάνσφιλντ, του Πόου, του Τουέν, που μπορούν να σταλούν εύκολα και φθηνά με το ταχυδρομείο σε φίλους, εν είδει χαιρετισμού από τη Σαντορίνη.
Τα επόμενα σχέδια του Κρεγκ περιλαμβάνουν την ίδρυση ενός Σπιτιού Λογοτεχνίας στην Οία, το οποίο θα φιλοξενεί καλλιτέχνες και συγγραφείς από όλον τον κόσμο. Κάποιοι ήδη φιλοξενούνται στο βιβλιοπωλείο κατά καιρούς, κοιμούνται στο ντιβάνι στο πίσω δωμάτιο, ανάμεσα σε στοίβες βιβλίων, και σε αντάλλαγμα κρατούν το βιβλιοπωλείο όταν ο Κρεγκ λείπει στο εξωτερικό. Τακτοποιούν ράφια, καταρτίζουν λίστες με επιλογές τίτλων για τους πελάτες, ζωγραφίζουν αγαπημένες τους λογοτεχνικές φράσεις στους τοίχους. Εχουν όλοι αφήσει το ίχνος τους στη συλλογική ατμόσφαιρα του βιβλιοπωλείου. «Είμαστε στη διαδικασία αναζήτησης συνεργατών και χορηγών ώστε αυτή η φιλοξενία να γίνεται πιο συστηματικά, σε έναν ειδικό χώρο που θα μπορεί να δεχθεί τέσσερα με πέντε άτομα κάθε φορά, συγγραφείς και καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο, που ενώ θα ασχολούνται με τη δουλειά τους στη Σαντορίνη παράλληλα θα κάνουν αναγνώσεις, θα παρουσιάζουν εκθέσεις, θα δίνουν θεατρικές παραστάσεις».
Προτού αποχαιρετιστούμε τον ρωτώ τι του αρέσει περισσότερο στους Ελληνες. Μεγάλη παύση. «Χμ, πρέπει να σκεφτώ κάτι που δεν ακούγεται βαρετό. Ξέρεις, κάθε μέρα, έρχονται ξένοι στην Οία για το ηλιοβασίλεμα, ανεβαίνουν στο κάστρο και περιμένουν την ώρα που ο ήλιος θα αγγίξει τη θάλασσα για να βγάλουν φωτογραφίες. Μετά τραβούν τις φωτογραφίες τους και φεύγουν, αλλά οι Ελληνες μένουν. Ξέρουν ότι το φως είναι ωραιότερο αφότου ο ήλιος έχει χαθεί εντελώς. Μου αρέσει αυτή η γνώση, αυτό το μικρό μυστικό που μάλλον έκανε τους Ελληνες γλύπτες». Και τι τον ενοχλεί περισσότερο; Εδώ απαντά γρήγορα: «Το ότι δεν βάζετε τα βιβλία στη θέση τους. Στην ενότητα με τα γερμανικά και τα γαλλικά βιβλία είναι όλα τακτοποιημένα, στην ενότητα με τα ελληνικά τα βιβλία είναι σκορπισμένα ολόγυρα. Οι Ελληνες παίρνουν ένα βιβλίο από το ράφι, το ξεφυλλίζουν και το παρατάνε όπου βρουν. Δεν σας μαθαίνουν στο νηπιαγωγείο να βάζετε τα πράγματα στη θέση τους;».
Το διαβάσαμε στην εφημερίδα Το Βήμα