30 Νοε 2015

Καλλιεργείστε βατόμουρα και κερδίστε 2.000 ευρώ το στρέμμα

Καλλιεργείστε βατόμουρα και κερδίστε 2.000 ευρώ το στρέμμα

Κέρδη έως 2.000€ ανά στρέμμα από το βατόμουρο

Χρυσές αποδόσεις υπόσχεται το βατόμουρο, το πιο περιζήτητο από όλα τα άγρια φρούτα του δάσους.
Η καλλιέργειά του δεν είναι απαιτητική και μπορεί να δώσει εισόδημα έως 2.000 ευρώ το στρέμμα.
Κατέχει σημαντική θέση στη ζαχαροπλαστική και στις βιομηχανίες μεταποίησης, δημιουργώντας ένα αυξανόμενο ρεύμα κατανάλωσης τα τελευταία χρόνια.
Αν και το βατόμουρο είναι ένα φυτό που αντέχει την παρατεταμένη υγρασία, στις εμπορικές ποικιλίες η άρδευση κρίνεται απαραίτητη ιδιαίτερα κατά το πρώτο έτος εγκατάστασης της φυτείας και κατόπιν στις περιόδους αύξησής τους.
Η καλλιέργειά του πάντως δεν είναι απαιτητική και μπορεί να δώσει εισόδημα της τάξης των 2.000 ευρώ το στρέμμα.
Το κόστος εγκατάστασης της καλλιέργειας βατόμουρου υπολογίζεται σε 600-700 ευρώ περίπου ανά στρέμμα. Το φυτό έχει παραγωγική ζωή 12-13 χρόνια, ξεκινώντας από το δεύτερο έτος. Η μέση απόδοση μιας φυτείας είναι 500-1.000 κιλά ανά στρέμμα.
Τιμές λιανικής
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αποδοτική καλλιέργεια λόγω της υψηλής τιμής του προϊόντος. Για παράδειγμα μια συσκευασία νωπών βατόμουρων, βάρους 125 γραμμαρίων, πωλείται στη λιανική τιμή προς 5 ευρώ, ενώ ο χυμός κοστίζει 3,3 ευρώ το μπουκάλι.
Επίσης ένα βαζάκι μαρμελάδα βατόμουρο κοστίζει 6,3 ευρώ και τα αποξηραμένα φύλλα (πίνονται ως ρόφημα) 1,5 ευρώ η συσκευασία.
Υπάρχουν πολλά είδη βατόμουρου, που διακρίνονται σε ορθόκλαδα ή έρποντα και σε ποικιλίες με αγκάθια αλλά και χωρίς αγκάθια.
Τα βατόμουρα είναι θάμνοι που απαιτούν αρκετές ώρες χειμερινού ψύχους ώστε να γίνει η διαφοροποίηση των οφθαλμών και να δώσουν στη συνέχεια άνθη. Η διαφοροποίηση των οφθαλμών διαρκεί από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη.
Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα, καταβολάδες, αλλά και καλλιέργειες in vitro.
Οι πιο γνωστές καλλιεργούμενες ποικιλίες βατόμουρων στον κόσμο ανά κατηγορία είναι:
Η εγκατάσταση της φυτείας γίνεται την άνοιξη με φυτά ύψους 30-45 εκατοστών, σε αποστάσεις 1,5-3,0 μέτρα επί της γραμμής φύτευσης και 3,0 μέτρα ανάμεσα στις γραμμές.
Η απόσταση αυτή μπορεί να φθάσει τα 4 μέτρα σε περίπτωση μηχανικής συγκομιδής. Υπολογίζεται ότι αριθμός των φυτών που φυτεύονται ανά στρέμμα ανέρχεται σε 200-220 φυτά.
Πριν από τη φύτευση εφαρμόζεται στο έδαφος η κατάλληλη για την καλλιέργεια λίπανση, όπως και η ενσωμάτωση μιας ποσότητας οργανικής ουσίας.
Ένας περιοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη και επέκταση της καλλιέργειάς του είναι ότι οι καρποί του δεν μπορούν να διατηρηθούν σε θερμοκρασίες δωματίου περισσότερο από 24 ώρες. Μετά τη συγκομιδή τους πρέπει να προψύχονται στους 5οC και να συντηρούνται για λίγες ημέρες στους 0οC, η δε μεταφορά τους πρέπει να γίνεται στους 0οC και σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα με υψηλή περιεκτικότητα σε διοξείδιο του άνθρακα.
Τα βατόμουρα είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικές ουσίες όπως είναι οι βιταμίνες Α, C, Ε και β-καροτίνη, αλλά επίσης και σε ανόργανα άλατα όπως είναι το κάλιο, το μαγνήσιο, ο φωσφόρος, το μαγγάνιο κ.ά., ενώ σημαντική είναι η περιεκτικότητά του σε φυτικές ίνες. Αντίθετα, δεν έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες και θερμίδες, με αποτέλεσμα να θεωρούνται από διαιτητικής απόψεως πολύ ωφέλιμα στον ανθρώπινο οργανισμό. Λόγω των ιδιοτήτων αυτών θεωρούνται ότι έχουν αντικαρκινική δράση, ευνοούν την καλή όραση αλλά και τη λειτουργία των νεφρών, ενώ τελευταίες έρευνες έδειξαν και αντιγηραντική δράση.
Μικρό μέρος των καρπών πηγαίνει για νωπή κατανάλωση. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πάει στην κατάψυξη ή για μεταποίηση.
Οι καρποί που καταψύχονται στη συνέχεια χρησιμοποιούνται σε ζαχαροπλαστική, παρασκευή παγωτού, πίτας, προσθετικά σε γιαούρτι, μαρμελάδες, σιρόπια, παρασκευή ποτών, φυσικών χρωμάτων και αρωμάτων.
ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΕΥΘΥΝΘΩ

Κάσσανδρος Γάτσιος, γεωπόνος. Επιστημονικό & Τεχνολογικό Πάρκο Ηπείρου. Τηλ. 6944846475 - 26510 07653.

Πηγή: Ημερησία

28 Νοε 2015

Υψηλά έσοδα από 4 αρωματικά φυτά

Υψηλά έσοδα από 4 αρωματικά φυτά

 

Περιζήτητα βότανα που φημίζονται για τις θεραπευτικές και αρωματικές τους ιδιότητες, βρίσκονται ψηλά στη λίστα με τις πιο κερδοφόρες εναλλακτικές καλλιέργειες. Στο... μικροσκόπιο των «Επαγγελματικών Ευκαιριών» τέσσερα φυτά -τσάι, λεβάντα, σαμπούκος και μέντα- των οποίων οι οικονομικές αποδόσεις αυξάνονται ακόμη περισσότερο όταν οι καλλιέργειες γίνονται με βιολογικές μεθόδους.
Συγκριτικό πλεονέκτημα της καλλιέργειας των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών ότι μπορούν να αξιοποιήσουν φτωχές ορεινές και ημιορεινές περιοχές, αλλά και η δυνατότητα διάθεσής τους σε διαφορετικές αγορές, είτε ως νωπά, είτε ως αποξηραμένα, είτε με την επεξεργασμένη μορφή αιθέριων ελαίων.
Το κλίμα και τα εδάφη στην Ελλάδα ευνοούν την ανάπτυξη αυτών των φυτών που μπορούν να δώσουν προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας, ακόμα και αν καλλιεργηθούν σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Τέτοιες εκτάσεις υπάρχουν πολλές στη χώρα μας και η καλλιέργεια των τεσσάρων αυτών φυτών μπορεί να προσφέρει ένα σοβαρό συμπληρωματικό εισόδημα στους κατοίκους της υπαίθρου. Αλλωστε, σε περιοχές ορεινές και ημιορεινές, η καλλιέργεια αρωματικών φυτών είναι σαφώς πιο ανταγωνιστική έναντι άλλων καλλιεργειών όπως για παράδειγμα των σιτηρών.
Δύο είναι οι βασικές παράμετροι που απαιτούνται για την εμπορική επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Η συνένωση δυνάμεων με τη δημιουργία ομάδων καλλιεργητών για την κοινή διάθεση των προϊόντων και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά με συγκεκριμένες περιεκτικότητες ώστε να είναι αποδεκτά τα φυτά από τις βιομηχανίες φαρμάκων.
Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα που εμφανίζει η καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών είναι ότι υπάρχει η δυνατότητα διάθεσής τους σε τρεις διαφορετικές αγορές. Πρώτη αγορά είναι αυτή των νωπών -φρέσκων- φαρμακευτικών φυτών, τα οποία βρίσκουμε στις λαϊκές αγορές, στα σούπερ μάρκετ, στις κουζίνες των εστιατορίων, των ξενοδοχείων κλπ.
Η οικονομική απόδοση του σαμπούκου φθάνει τα 800 ευρώ ανά στρέμμα
Η οικονομική απόδοση του σαμπούκου φθάνει τα 800 ευρώ ανά στρέμμα
Η δεύτερη και κύρια αγορά είναι αυτή των ξηρών φυτικών υλικών των φαρμακευτικών φυτών, που αποτελεί τη μεγαλύτερη, είτε σε όγκο παραγωγής και διάθεσης, είτε σε τζίρο. Η τρίτη είναι αυτή που συνήθως αφήνει και τα μεγάλα κέρδη -υπό ορισμένες όμως και απαιτητικές συνθήκες-, αυτή των αιθέριων ελαίων, η οποία βέβαια απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις και τεχνογνωσία.
Οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα είναι μεγάλες, με την προϋπόθεση βέβαια του σωστού σχεδιασμού.
Παρά εξάλλου το γεγονός ότι η καλλιέργεια των φυτών αυτών στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, εξακολουθεί να θεωρείται ένα νέο σχετικά πεδίο δράσης για τον ελλαδικό χώρο προσφέροντας μια εναλλακτική δυναμική ανάπτυξης στον πρωτογενή τομέα, ενώ δίνει ώθηση και στον δευτερογενή τομέα της μεταποίησης.
ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΕΥΘΥΝΘΩ
Κάσσανδρος Γάτσιος Γεωπόνος - SymAgro. Τηλ.: 26510 07653 - 6944846475

ΤΣΑΙ

Μικρές απαιτήσεις, μεγάλες αποδόσεις
Καλλιέργεια με περιορισμένες απαιτήσεις και υψηλές αποδόσεις αποτελεί το τσάι, που έχει γίνει περιζήτητο στις αγορές του εξωτερικού.
Με τη στρεμματική απόδοση στο τσάι του βουνού να είναι διπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να φθάσουν τα 800 ευρώ. Καλλιέργεια περιορισμένων απαιτήσεων, ιδανική για φτωχά εδάφη, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αυξανόμενη ζήτηση. Αυτή η ανάγκη οδήγησε στη συστηματική καλλιέργεια του φυτού, καθώς τα αυτοφυή φυτά δεν ήταν δυνατό να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς.
Η καλλιέργειά του στο ίδιο χωράφι έχει διάρκεια ζωής από 5 έως 8 χρόνια. Οι αποδόσεις και η διάρκεια ζωής της καλλιέργειας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις καλλιεργητικές φροντίδες. Σε χρονιά πλήρους παραγωγής οι αποδόσεις σε ξηρό προϊόν αγγίζουν τα 100-150 κιλά ανά στρέμμα. Οι περισσότεροι παραγωγοί το πωλούν σε μπάλες των 20-25 κιλών και, ανάλογα με τις διαπραγματεύσεις που κάνουν, πετυχαίνουν καθαρή πρόσοδο της τάξης των 500-700 ευρώ.
Το φυτό ευδοκιμεί σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες, προτιμά τα πετρώδη ασβεστολιθικά εδάφη, αλλά αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών. Εχει ελάχιστες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία και αντοχή στην έλλειψη νερού. Το φυτό είναι ανθεκτικό σε εχθρούς και ασθένειες όταν καλλιεργείται σε υψόμετρο άνω των 800 μέτρων.
Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες. Ο πολλαπλασιασμός της καλλιέργειας πραγματοποιείται είτε με σπόρο είτε με παραφυάδες. Ο σπόρος συγκεντρώνεται από το τσάι που φύεται στο βουνό. Μάλιστα για κάθε στρέμμα απαιτούνται περίπου 15 γρ. σπόρου. Αυτή η ποσότητα σπέρνεται σε σπορείο από τον Αύγουστο μέχρι αρχές Οκτωβρίου και τα σπορόφυτα που προκύπτουν μεταφυτεύονται.
Η συγκομιδή γίνεται συνήθως τον Ιούλιο, όταν τα φυτά βρίσκονται σε πλήρη άνθιση και τα ανθοφόρα στελέχη αρχίζουν να ξυλοποιούνται, οπότε η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο είναι μεγαλύτερη. Κόβονται ολόκληρη η ταξιανθία και μέρος του βλαστού, μήκους 5-6 εκ., με μαχαίρι ή δρεπάνι. Στη συνέχεια μεταφέρονται για ξήρανση σε υπόστεγα, ώσπου να αποκτήσουν το επιθυμητό πρασινοκίτρινο χρώμα.
ΣΑΜΠΟΥΚΟΣ

Περιζήτητος από τη φαρμακοβιομηχανία
Ο σαμπούκος θεωρείται ένα από τα πλέον περιζήτητα φαρμακευτικά φυτά και καλλιεργείται σε περιοχές με μεγάλη ηλιοφάνεια για την αποφυγή των πρώιμων παγετών του φθινοπώρου. Ανέχεται θερμοκρασίες μεταξύ -40οC και 38οC. Η οικονομική απόδοση του σαμπούκου που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς υπήρξε ένα από τα φαρμακευτικά φυτά που χρησιμοποιούσαν ο Ιπποκράτης και ο Διοσκουρίδης, φθάνει τα 800 ευρώ ανά στρέμμα. Προσαρμόζεται σε μια ποικιλία εδαφών, αλλά προτιμά τα μέσης σύστασης υγρά εδάφη, τα οποία έχουν καλή στράγγιση και ευνοούν την ομαλή βλάστηση των φυτών. Το έδαφος που θα δεχθεί την εγκατάσταση της φυτείας του σαμπούκου πρέπει να προετοιμαστεί κατάλληλα πριν από τη φύτευση των φυτών, ώστε να υπάρξουν οι καλύτερες συνθήκες εγκατάστασης, επειδή είναι πολυετές φυτό.
Σε όλα τα μέρη του κόσμου ο σαμπούκος χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς, καθώς πολλές ενεργές ουσίες του χρησιμοποιούνται από τη φαρμακοβιομηχανία.
Οι καρποί του σαμπούκου που έχουν όξινη γεύση συνήθως μεταποιούνται. Στην περίπτωση που η μεταποίηση αφορά τη δημιουργία χυμού ή την παραγωγή χρωστικής ουσίας, οι καρποί ψύχονται σε θερμοκρασία που βρίσκεται πλησίον της θερμοκρασίας κατάψυξης, όπου και διατηρούνται για 7 ημέρες.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί επίσης και η αγορά για αποξηραμένους καρπούς σαμπούκου. Οι αποξηραμένοι καρποί του σαμπούκου μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή αρτοσκευασμάτων σε ανάμειξη με δημητριακά.
Στην αγορά των φαρμακευτικών ειδών υπάρχουν πολλά προϊόντα που έχουν ως βάση τα άνθη και τους καρπούς του σαμπούκου, ιδίως εκείνα που προέρχονται από βιολογικές καλλιέργειες.
ΞΗΡΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ

Εως και 11,5€ το κιλό πωλείται η βιολογική λεβάντα
Τα άνθη της λεβάντας χρησιμοποιούνται νωπά και αποξηραμένα τόσο στη βιομηχανία καλλυντικών όσο και στη φαρμακοβιομηχανία αλλά και στη βιομηχανία τροφίμων και ποτών.
Η λεβάντα καλλιεργείται σε ξηρικά χωράφια και αναπτύσσεται καλύτερα σε ξηροθερμικές συνθήκες και ανθίζει από αρχές Ιουλίου έως και τον Αύγουστο. Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα, αλλά δεν αντέχει τους παγετούς την περίοδο της άνοιξης.
Η περιεκτικότητα του εδάφους σε ασβέστιο θα πρέπει να είναι σχετικά υψηλή, γι' αυτό και χρειάζεται να γίνει περιστασιακή ασβέστωση, ενώ οι ανάγκες του φυτού σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο δεν είναι ιδιαίτερες, γεγονός που συνεπάγεται τη μειωμένη χρήση λιπασμάτων που περιέχουν τα παραπάνω στοιχεία.
Οι αρδευτικές ανάγκες της καλλιέργειας είναι και αυτές περιορισμένες, καθώς η λεβάντα δεν αγαπά την υπερβολική υγρασία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι ανθεκτική σε παρατεταμένη ξηρασία ή παγετό, αφού η ανθεκτικότητά της στα τελευταία είναι μέτρια. Η εντατικότερη άρδευση είναι απαραίτητη κυρίως τα 2 πρώτα χρόνια μετά τη φύτευση, ενώ και στα επόμενα έτη κατά το στάδιο της άνθισης τα φυτά δεν θα πρέπει να στερούνται νερού.
Η αποξηραμένη λεβάντα που προέρχεται από βιολογική καλλιέργεια φθάνει να πωλείται στην εγχώρια αγορά έως και 11,5 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης είναι σημαντικά υψηλότερες, όταν πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια.
Η απόδοση σε χλωρό βάρος τον πρώτο χρόνο είναι 50-100 κιλά ανά στρέμμα, τον δεύτερο 200-250 κιλά ανά στρέμμα και τον τρίτο 300-350 κιλά ανά στρέμμα. Πλήρη παραγωγή έχουμε τον τέταρτο χρόνο (400-500 κιλά ανά στρέμμα), ενώ αν γίνει συλλογή μόνο της ταξιανθίας η απόδοση σε ξηρό βάρος κυμαίνεται στα 35-45 κιλά ανά στρέμμα. Η δε διαφορά ανάμεσα στη βιολογική και τη συμβατική καλλιέργεια λεβάντας γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι ενώ η τιμή της βιολογικής λεβάντας φτάνει τα 11,5 ευρώ, η τιμή της «συμβατικής» αποξηραμένης λεβάντας δεν υπερβαίνει τα 3,5 ευρώ το κιλό.
Ικανοποιητικά κέρδη από τη μέντα
Παρά τις μεγάλες απαιτήσεις που έχει η αρδευτική καλλιέργεια της μέντας και το υψηλότερο κόστος παραγωγής από άλλες ξηρικές καλλιέργειες, οι αποδόσεις σε έσοδα αποζημιώνουν τους επίδοξους καλλιεργητές. Είναι όμως αρδευόμενη καλλιέργεια και απαιτεί συχνά ποτίσματα. Μάλιστα, την περίοδο του καλοκαιριού μπορεί να χρειαστούν έως και 3 ποτίσματα την εβδομάδα. Η μέντα ευδοκιμεί σε περιοχές θερμές και ψυχρές. Καλύτερη ανάπτυξη επιτυγχάνεται σε περιοχές με εύκρατο κλίμα και δροσερό καλοκαίρι.
Στη διάρκεια του χρόνου γίνονται δύο συλλογές της μέντας. Η πρώτη συλλογή γίνεται με την έναρξη της άνθισης (συνήθως αρχές Ιουλίου) και η δεύτερη τον Σεπτέμβριο. Απόδοση 1.500-2.000 κιλά ανά στρέμμα σε χλωρό βάρος. Συλλέγεται μηχανικά και ξεραίνεται σε θερμοκρασία 45οC. Ο λόγος χλωρής προς ξηρή μάζα είναι (2,5-3):1, που σημαίνει ότι αποδίδει περί τα 500 κιλά ξηρής δρόγης. Η τιμή πώλησης για μέντα τριμμένη συμβατικής καλλιέργειας κυμαίνεται μεταξύ 2-2,5 ευρώ το κιλό, ενώ η τιμή της βιολογικής μέντας κινείται στα επίπεδα των 6-7 ευρώ το κιλό.
Με μια τυπική πυκνότητα φύτευσης, περίπου 4.000 φυτών ανά στρέμμα, η δαπάνη για το φυτικό υλικό εγκατάστασης κυμαίνεται από 480 έως 800 ευρώ ανά στρέμμα.

Πηγή: Ημερησία

Αρώνια η μελανόκαρπη



Ελληνικό χυμό αρώνιας θα έχουν τη δυνατότητα να προμηθεύονται από τον προσεχή Οκτώβριο οι Έλληνες πολίτες, ο οποίος και θα φέρει όλες τις απαιτούμενες σφραγίδες που θα δηλώνουν την πιστοποίησή του, όπως τόνισε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο τακτικός ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ, Ιωάννης Σπανός, υπενθυμίζοντας ότι σήμερα κυκλοφορούν στην αγορά σταφίδα, μαρμελάδα και γλυκό του κουταλιού.
Υπογραμμίζοντας το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον παραγωγών, κυρίως στη Β. Ελλάδα, για την νέα δυναμική καλλιέργεια (δεν απαιτεί τη χρήση φυτοφαρμάκων και δεν παρουσιάζει ασθένειες), που μέχρι πριν και οκτώ χρόνια ήταν παντελώς άγνωστη στη χώρα μας, και ακούει στο όνομα «αρώνια η μελανόκαρπη», ο κ. Σπανός επεσήμανε ότι από το 2011 βρίσκεται και επίσημα στην ιστοσελίδα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Όπως εξήγησε, σήμερα τα στρέμματα που έχουν σπαρθεί με το αποκαλούμενο “super food” ανέρχονται στα 750 πανελλαδικά, με την ετήσια παραγωγή να κυμαίνεται στους 200 τόνους. Η πρώτη ομάδα παραγωγών που ασχολήθηκε με την καλλιέργεια αρώνιας πριν από οκτώ χρόνια, εντοπίζεται στις Σέρρες, όπου και καλλιεργούνται 240 στρέμματα, ακολουθούν Χαλκίδα, Θήβα, Λαμία κ.α.
Μεταξύ άλλων επεσήμανε ότι οι ανάγκες της χώρας σε αρώνια κυμαίνονται στους 200 τόνους, όση δηλαδή είναι και η παραγωγή σε ετήσια βάση, και επεσήμανε ότι “θα μπορούσαμε το συγκεκριμένο προϊόν να το μετατρέψουμε σε εξαγώγιμο, εφόσον βέβαια εξασφαλίζαμε μεγάλες ποσότητες”.
Χαμηλό το κόστος καλλιέργειας, ικανοποιητικά τα έσοδα
Σύμφωνα με τον κ. Σπανό, η καλλιέργεια αρώνιας είναι πολύ επικερδής, αρκεί να ασχοληθεί κάποιος σοβαρά. Αντέχει ακόμη και σε παγετό (-25 βαθμούς Κελσίου), δεν θέλει πολύ νερό και η απόδοσή της είναι πολύ μεγάλη».
Όπως εξήγησε, μπορεί το κόστος καλλιέργειας της αρώνιας να είναι χαμηλό, ωστόσο τόσο η στρεμματική, όσο και η οικονομική απόδοση είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικές. Στο πλαίσιο αυτό τόνισε ότι “η αρώνια είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν ένα πρόσθετο ικανοποιητικό εισόδημα. Στην Ελλάδα η αρώνια μπορεί να αναπτυχθεί και να δώσει καθαρό εισόδημα που να φτάνει τα 1.000-1.500 ευρώ το στρέμμα, υπολογίζοντας μία μέση παραγωγή 3 κιλών ανά φυτό μετά το πέμπτο έτος και μία μέση τιμή 3 ευρώ το κιλό.
Σε διεθνές επίπεδο, η ζήτηση των καρπών της αρώνιας, αλλά κυρίως των χυμών της υπερβαίνει κατά πολύ την προσφορά. Η ζήτηση αυτή, σύμφωνα με τον κ. Σπανό προέρχεται κυρίως από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, όπου η αρώνια χρησιμοποιείται τόσον στη μεταποίηση, όσο και για την παρασκευή τροφίμων. Στην Αγγλία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τους χυμούς, το ξίδι και τα σιρόπια που έχουν βάση την αρώνια. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η τιμή της αρώνιας κυμαίνεται μεταξύ 3,5-4,5 ευρώ ανά κιλό. Η τιμή των κατεψυγμένων καρπών κυμαίνεται μεταξύ 2,5-3,5 ευρώ ανά κιλό, ενώ του χυμού της αρώνιας σε μείγμα με άλλους χυμούς κυμαίνεται μεταξύ 10-12 ευρώ ανά κιλό.
Η αρώνια και οι ευεργετικές της ιδιότητες
Η αρώνια είναι ένας θάμνος που αναπτύσσεται σε υγρές περιοχές και κυρίως σε όξινα εδάφη, ενώ σύμφωνα με τον κ. Σπανό είναι λιτοδίαιτο είδος, χωρίς μεγάλες καλλιεργητικές απαιτήσεις και μπορεί να καλλιεργηθεί σε διαφορετικά κλίματα (ξηρά ή υγρά) και εδάφη (αμμώδη ως πηλώδη, όξινα, ουδέτερα, αλκαλικά). Ευδοκιμεί και αναπτύσσεται ταχύτερα σε υγρά, ελαφρά και τυρφώδη εδάφη, ενώ παρότι απαιτεί ηλιοφάνεια, ωστόσο ευδοκιμεί και σε ημίσκιο περιβάλλον.
Κάνει μικρούς μαύρους καρπούς που τρώγονται και χρησιμοποιούνται και στον κλάδο των φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Το συγκεκριμένο φυτό είναι ιδιαίτερα διάσημο στη Ρωσία, την Τσεχία, τη Λιθουανία, αλλά και την Πολωνία, όπου καλλιεργείται σε χιλιάδες στρέμματα. Μάλιστα, οι Λιθουανοί παράγουν από αυτούς το φημισμένο κρασί «Aronijos», που συνιστάται ακόμη και για την πρόληψη καρδιοπαθειών.
Μεγάλες εκτάσεις υπάρχουν επίσης στις ΗΠΑ και στα νότια του Καναδά, από όπου εισήχθη στην Ευρώπη, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχικά ως καλλωπιστικό φυτό. Οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ήταν αυτές που το χρησιμοποίησαν πρώτες ως φαρμακευτικό φυτό και είναι χαρακτηριστικό πως εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα καλλιεργούνται σήμερα στη Σιβηρία, ενδεικτικό ότι αντέχει και στο πολύ ψυχρό κλίμα. Στις χώρες αυτές οι μεγαλύτερες ποσότητες χρησιμοποιούνται στη φαρμακολογία, αλλά και για την παρασκευή χυμού, ο οποίος είναι πλούσιος σε φαινόλες, κατεχίνες, φλαβονόλες κ.α.
Στις Βαλκανικές χώρες χρησιμοποιούν τους καρπούς για να παρασκευάσουν μαρμελάδα ή γλυκά. Ο καρπός είναι πλούσιος σε πηκτίνη, τον φυσικό οξικό πολυσακχαρίτη που αφθονεί στα μήλα, τα κυδώνια και τα πορτοκάλια. Είναι πολύτιμος για τη φαρμακοβιομηχανία, ενώ τα εκχυλίσματα των φύλλων και των καρπών έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες και θεραπεύουν πολλές ασθένειες, όπως φλεγμονές, καρδιοπάθειες και διαβήτη.
Οι καρποί της αρώνιας είναι μεταξύ των πλέον πλούσιων σε αντιοξειδωτικές ουσίες και σε βιταμίνη C. Για νωπή κατανάλωση δεν παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, επειδή έχουν πολύ στυφή γεύση, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε κοκτέιλ χυμών, αλκοολούχων ή ενεργητικών ποτών, σε τσάι, σιρόπια, ζελέ, σε φαρμακευτικά σκευάσματα και ως χρωστικές τροφίμων.
Η αρώνια περιέχει υψηλές ποσότητες ανθοκυανών και φλαβονοειδών και χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της υπέρτασης, επειδή συμβάλλει στην κανονική διαπερατότητα και ελαστικότητα των τοιχωμάτων των αιμοφόρων αγγείων. Χρησιμοποιείται επίσης για τη μείωση της χοληστερίνης σε άτομα που πάσχουν από αθηροσκλήρυνση.

Πηγή: Ημερησία